- εφομοσία
- ἐφομοσία, ἡ (Μ)(δ. γρφ. τού επομοσία)ορκωμοσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ομοσία (< ὀμότης < ὄμνυμι). Αντίθετα προς το -ω- τού ορκωμοσία, η λ. γράφεται με -ο γιατί πρόκειται για νεώτερο (μη αρχαίο) σύνθετοτο -φ-αντί τού κανονικού -π- (επ-ομοσία) είναι μάλλον προϊόν αναλογίας προς άλλα σύνθετα με α' συνθετικό επί και β' συνθετικό λέξεις δασυνόμενες ή από επίδραση τού ὅρκος / ὁρκωμοσία που δασυνόταν κανονικά].
Dictionary of Greek. 2013.